- σαφέστατα
- σαφήςclearadverbial superlσαφήςclearneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαφεστάτας — σαφεστάτᾱς , σαφής clear fem acc superl pl σαφεστάτᾱς , σαφής clear fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφέστατ' — σαφέστατα , σαφής clear adverbial superl σαφέστατα , σαφής clear neut nom/voc/acc superl pl σαφέστατε , σαφής clear masc voc superl sg σαφέσταται , σαφής clear fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριφραδής — ἀριφραδής ( οῡς), ές (Α) Ι. 1. ο ολοφάνερος, ο ευδιάκριτος 2. ο φωτεινός 3. ο πολύ συνετός, ο σοφός II. επίρρ. ἀριφραδέως σαφέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + φραδής < φράζω «κάνω φανερό, δηλώνω»] … Dictionary of Greek
θριαμβεύω — (ΑΜ θριαμβεύω) [θρίαμβος] νεοελλ. μσν. 1. αναδεικνύομαι νικητής, επιτυγχάνω περιφανή νίκη 2. σημειώνω μεγάλη επιτυχία («θριάμβευσε στις γενικές εκλογές») |[μσν. θριαμβολογώ μσν. αρχ. 1. αποκαλύπτω, φανερώνω θριαμβευτικά 2. αποκαλύπτω τη δύναμη… … Dictionary of Greek
ιδεαλισμός — Φιλοσοφική αντίληψη που δέχεται ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη. Υπό αυτή την έννοια ο ι. αντιτίθεται στον υλισμό, καθώς τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα σε μια… … Dictionary of Greek
μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek
ξεκάθαρος — η, ο 1. πολύ καθαρός 2. σαφής, κατανοητός 3. μτφ. διάφανος, διαυγής. επίρρ... ξεκάθαρα σαφέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεκαθαρίζω] … Dictionary of Greek
ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… … Dictionary of Greek
τσεκουράτος — και τσικουράτος, η, ο, Ν 1. κοφτερός σαν τσεκούρι 2. μτφ. α) σαφής και αυστηρός β) δηκτικός, δριμύς. επίρρ... τσεκουράτα μτφ. σαφέστατα και αυστηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσεκούρι / τσικούρι + κατάλ. άτος (πρβλ. σταρ άτος)] … Dictionary of Greek
Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν … Dictionary of Greek